katerina sarri webtopos
page created:2015.
update:2017.
greek inflection tables from Triantafyllides Dictionary - πίνακες κλίσης από το Λεξικό Τριανταφυλλίδη
retr:2015.08.31. from: http://www.greek-language.gr/greekLang/el/modern_greek/tools/lexica/rimatiko/general.htm +etc
edited by Sarri, 2015, last corrections:2019.06.25.
NOTES: created all-in-one-page: inflection tables from separate pages at the 'Triantafyllides' dictionary.
I have not checked the material. We presume it is correct, as published online. (I corrected small problems with πολύς. I added the omitted NUMERALS, copied from the real book).
Compare: to the official schoolgrammar valid in 2017 & this talbe & to Holton@booksgoogle.
LEGEND: () = optional. ή xxxxx = or xxxx, alternative type.
LEGEND my additions: masc=αρσενικό. fem=θηλυκό. neu=ουδέτερο. gre.mod=νέα ελληνικά. gre.anc=αρχαία ελληνικά.
I also corrected paroramata/misprints: misplacing of υποκόσμου, πολλού, [2017.12.29], διαδίκου. [2019.06.25.]

VERBS - ARTICLE - NOUNS - ADJECTIVES - PRONOUNS - NUMERALS

ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΛΙΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΩΝ

VERBS - Το Ρηματικό Σύστημα

Τα ρήματα είμαι και έχω


είμαι
ενεστ.οριστ. / υποτ.είμαιείσαιείναιείμαστεείστεείναι
μτχ.όντας     
πρτ.οριστ.ήμουνήσουνήτανήμαστανήσαστανήταν
μέλλ. οριστ. θα είμαι     
έχω
ενεστ.οριστ. / υποτ.έχωέχειςέχειέχουμεέχετεέχουν
μτχ.έχοντας     
πρτ.οριστ.είχαείχεςείχεείχαμεείχατεείχαν
μέλλ. οριστ. θα έχω     

Πίνακας Ρ1


Ρ1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.κλειδώνωκλειδώνειςκλειδώνεικλειδώνο(υ)μεκλειδώνετεκλειδώνουν
 προστ. κλείδωνε  κλειδώνετε 
 μτχ.κλειδώνοντας     
πρτ.οριστ.κλείδωνακλείδωνεςκλείδωνεκλειδώναμεκλειδώνατεκλείδωναν
αόρ.οριστ.κλείδωσακλείδωσεςκλείδωσεκλειδώσαμεκλειδώσατεκλείδωσαν
 υποτ.κλειδώσωκλειδώσειςκλειδώσεικλειδώσο(υ)μεκλειδώσετεκλειδώσουν
 προστ.κλείδωσεκλειδώστε    
 απαρέμφ.κλειδώσει     
πρκ.οριστ.έχω κλειδώσει (ή έχω κλειδωμένο)
 υποτ.να έχω κλειδώσει (ή να έχω κλειδωμένο)
εξακολ. μέλλ. θα κλειδώνω
στιγμ. μέλλ. θα κλειδώσω
υπερσ. είχα κλειδώσει ( ή είχα κλειδωμένο )
συντελ. μέλλ. θα έχω κλειδώσει (ή θα έχω κλειδωμένο)
P1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.κλειδώνομαικλειδώνεσαικλειδώνεταικλειδωνόμαστεκλειδώνεστεκλειδώνονται
 προστ. (κλειδώνου)  (κλειδώνεστε) 
πρτ.οριστ.κλειδωνόμουνκλειδωνόσουνκλειδωνότανκλειδωνόμαστανκλειδωνόσαστανκλειδώνονταν
αόρ.οριστ.κλειδώθηκακλειδώθηκεςκλειδώθηκεκλειδωθήκαμεκλειδωθήκατεκλειδώθηκαν
 υποτ.κλειδωθώκλειδωθείςκλειδωθείκλειδωθούμεκλειδωθείτεκλειδωθούν
 προστ.κλειδώσουκλειδωθείτε    
 απαρέμφ.κλειδωθεί     
πρκ.οριστ.έχω κλειδωθεί (ή είμαι κλειδωμένος)
 υποτ.να έχω κλειδωθεί (ή να είμαι κλειδωμένος)
 μτχ.κλειδωμένος
εξακολ. μέλλ. θα κλειδώνομαι
στιγμ. μέλλ. θα κλειδωθώ
υπερσ. είχα κλειδωθεί (ή ήμουν κλειδωμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω κλειδωθεί ( ή θα είμαι κλειδωμένος)

Πίνακας Ρ2


Ρ2.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.δροσίζωδροσίζειςδροσίζειδροσίζο(υ)μεδροσίζετεδροσίζουν
 προστ. δρόσιζε  δροσίζετε 
 μτχ.δροσίζοντας     
πρτ.οριστ.δρόσιζαδρόσιζεςδρόσιζεδροσίζαμεδροσίζατεδρόσιζαν
αόρ.οριστ.δρόσισαδρόσισεςδρόσισεδροσίσαμεδροσίσατεδρόσισαν
 υποτ.δροσίσωδροσίσειςδροσίσειδροσίσο(υ)μεδροσίσετεδροσίσουν
 προστ. δρόσισε  δροσίστε 
 απαρέμφ.δροσίσει     
πρκ.οριστ.έχω δροσίσει (ή έχω δροσισμένο)
 υποτ.να έχω δροσίσει (ή να έχω δροσισμένο)
εξακολ. μέλλ. θα δροσίζω
στιγμ. μέλλ. θα δροσίσω
υπερσ. είχα δροσίσει (ή είχα δροσισμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω δροσίσει (ή θα έχω δροσισμένο)
Ρ2.1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.δροσίζομαιδροσίζεσαιδροσίζεταιδροσιζόμαστεδροσίζεστεδροσίζονται
 προστ. (δροσίζου)  (δροσίζεστε) 
πρτ.οριστ.δροσιζόμουνδροσιζόσουνδροσιζότανδροσιζόμαστανδροσιζόσαστανδροσίζονταν
αόρ.οριστ.δροσίστηκαδροσίστηκεςδροσίστηκεδροσιστήκαμεδροσιστήκατεδροσίστηκαν
 υποτ.δροσιστώδροσιστείςδροσιστείδροσιστούμεδροσιστείτεδροσιστούν
 προστ. δροσίσου  δροσιστείτε 
 απαρέμφ.δροσιστεί     
πρκ.οριστ.έχω δροσιστεί (ή είμαι δροσισμένος)
 υποτ.να έχω δροσιστεί (ή να είμαι δροσισμένος)
 μτχ.δροσισμένος
εξακολ. μέλλ. θα δροσίζομαι
στιγμ. μέλλ. θα δροσιστώ
υπερσ. είχα δροσιστεί (ή ήμουν δροσισμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω δροσιστεί ( ή θα είμαι δροσισμένος)

Πίνακας Ρ2.2


Ρ2.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.αλλάζωαλλάζειςαλλάζειαλλάζο(υ)μεαλλάζετεαλλάζουν
 προστ. άλλαζε  αλλάζετε 
 μτχ.αλλάζοντας     
πρτ.οριστ.άλλαζαάλλαζεςάλλαζεαλλάζαμεαλλάζατεάλλαζαν
αόρ.οριστ.άλλαξαάλλαξεςάλλαξεαλλάξαμεαλλάξατεάλλαξαν
 υποτ.αλλάξωαλλάξειςαλλάξειαλλάξο(υ)μεαλλάξετεαλλάξουν
 προστ. άλλαξε  αλλάξτε 
 απαρέμφ.αλλάξει     
πρκ.οριστ.έχω αλλάξει (ή έχω αλλαγμένο)
 υποτ.να έχω αλλάξει (ή να έχω αλλαγμένο)
εξακολ. μέλλ. θα αλλάζω
στιγμ. μέλλ. θα αλλάξω
υπερσ. είχα αλλάξει (ή είχα αλλαγμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω αλλάξει (ή θα έχω αλλαγμένο)
Ρ2.2β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.αλλάζομαιαλλάζεσαιαλλάζεταιαλλαζόμαστεαλλάζεστεαλλάζονται
 προστ. (αλλάζου)  (αλλάζεστε) 
πρτ.οριστ.αλλαζόμουναλλαζόσουναλλαζόταναλλαζόμασταναλλαζόσασταναλλάζονταν
αόρ.οριστ.αλλάχτηκααλλάχτηκεςαλλάχτηκεαλλαχτήκαμεαλλαχτήκατεαλλάχτηκαν
 υποτ.αλλαχτώαλλαχτείςαλλαχτείαλλαχτούμεαλλαχτείτεαλλαχτούν
 προστ. αλλάξου  αλλαχτείτε 
 απαρέμφ.αλλαχτεί     
πρκ.οριστ.έχω αλλαχτεί (ή είμαι αλλαγμένος)
 υποτ.να έχω αλλαχτεί (ή να είμαι αλλαγμένος)
 μτχ.αλλαγμένος
εξακολ. μέλλ. θα αλλάζομαι
στιγμ. μέλλ. θα αλλαχτώ
υπερσ. είχα αλλαχτεί (ή ήμουν αλλαγμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω αλλαχτεί ( ή θα είμαι αλλαγμένος)

Πίνακας Ρ2.3


Ρ2.3α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.αγγίζωαγγίζειςαγγίζειαγγίζο(υ)μεαγγίζετεαγγίζουν
 προστ. άγγιζε  αγγίζετε 
 μτχ.αγγίζοντας     
πρτ.οριστ.άγγιζαάγγιζεςάγγιζεαγγίζαμεαγγίζατεάγγιζαν
αόρ.οριστ.άγγιξαάγγιξεςάγγιξεαγγίξαμεαγγίξατεάγγιξαν
  άγγισαάγγισεςάγγισεαγγίσαμεαγγίσατεάγγισαν
 υποτ.αγγίξωαγγίξειςαγγίξειαγγίξο(υ)μεαγγίξετεαγγίξουν
  αγγίσωαγγίσειςαγγίσειαγγίσουμεαγγίσετεαγγίσουν
 προστ. άγγιξε, άγγισε  αγγίξτε, αγγίστε 
 απαρέμφ.αγγίξει, αγγίσει     
πρκ.οριστ.έχω αγγίξει, έχω αγγίσει (ή έχω αγγιγμένο, έχω αγγισμένο)
 υποτ.να έχω αγγίξει, να έχω αγγίσει (ή να έχω αγγιγμένο, να έχω αγγισμένο)
εξακολ. μέλλ. θα αγγίζω
στιγμ. μέλλ. θα αγγίξω, θα αγγίσω
υπερσ. είχα αγγίξει, είχα αγγίσει (ή είχα αγγιγμένο, είχα αγγισμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω αγγίξει, θα έχω αγγίσει (ή θα έχω αγγιγμένο, θα έχω αγγισμένο)
Ρ2.3β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.αγγίζομαιαγγίζεσαιαγγίζεταιαγγιζόμαστεαγγίζεστεαγγίζονται
 προστ. (αγγίζου)  (αγγίζεστε) 
πρτ.οριστ.αγγιζόμουναγγιζόσουναγγιζόταναγγιζόμασταναγγιζόσασταναγγίζονταν
αόρ.οριστ.αγγίχτηκααγγίχτηκεςαγγίχτηκεαγγιχτήκαμεαγγιχτήκατεαγγίχτηκαν
  αγγίστηκααγγίστηκεςαγγίστηκεαγγιστήκαμεαγγιστήκατεαγγίστηκαν
 υποτ.αγγιχτώαγγιχτείςαγγιχτείαγγιχτούμεαγγιχτείτεαγγιχτούν
  αγγιστώαγγιστείςαγγιστείαγγιστούμεαγγιστείτεαγγιστούν
 προστ. αγγίξου, αγγίσου  αγγιχτείτε, αγγιστείτε 
 απαρέμφ.αγγιχτεί, αγγιστεί     
πρκ.οριστ.έχω αγγιχτεί, έχω αγγιστεί (ή είμαι αγγιγμένος, είμαι αγγισμένος)
 υποτ.να έχω αγγιχτεί, να έχω αγγιστεί (ή να είμαι αγγιγμένος, να είμαι αγγισμένος)
 μτχ.αγγιγμένος, αγγισμένος
εξακολ. μέλλ. θα αγγίζομαι
στιγμ. μέλλ. θα αγγιχτώ, θα αγγιστώ
υπερσ. είχα αγγιχτεί, είχα αγγιστεί ( ή ήμουν αγγιγμένος, ήμουν αγγισμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω αγγιχτεί, θα έχω αγγιστεί (ή θα είμαι αγγιγμένος, θα είμαι αγγισμένος)


Πίνακας Ρ3


Ρ3α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ/ υποτ.πλέκωπλέκειςπλέκειπλέκο(υ)μεπλέκετεπλέκουν
 προστ. πλέκε  πλέκετε 
 μτχ.πλέκοντας     
πρτ.οριστ.έπλεκαέπλεκεςέπλεκεπλέκαμεπλέκατεέπλεκαν
αόρ.οριστ.έπλεξαέπλεξεςέπλεξεπλέξαμεπλέξατεέπλεξαν
 υποτ.πλέξωπλέξειςπλέξειπλέξο(υ)μεπλέξετεπλέξουν
 προστ. πλέξε  πλέξτε 
 απαρέμφ.πλέξει     
πρκ.οριστ.έχω πλέξει (ή έχω πλεγμένο)
 υποτ.να έχω πλέξει (ή να έχω πλεγμένο)
εξακολ. μέλλ. θα πλέκω
στιγμ. μέλλ. θα πλέξω
υπερσ. είχα πλέξει (ή είχα πλεγμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω πλέξει (ή θα έχω πλεγμένο)
Ρ3β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.πλέκομαιπλέκεσαιπλέκεταιπλεκόμαστεπλέκεστεπλέκονται
 προστ. (πλέκου)  (πλέκεστε) 
πρτ.οριστ.πλεκόμουνπλεκόσουνπλεκότανπλεκόμαστανπλεκόσαστανπλέκονταν
αόρ.οριστ.πλέχτηκαπλέχτηκεςπλέχτηκεπλεχτήκαμεπλεχτήκατεπλέχτηκαν
 υποτ.πλεχτώπλεχτείςπλεχτείπλεχτούμεπλεχτείτεπλεχτούν
 προστ. πλέξου  πλεχτείτε 
 απαρέμφ.πλεχτεί     
πρκ.οριστ.έχω πλεχτεί (ή είμαι πλεγμένος)
 υποτ.να έχω πλεχτεί (ή να είμαι πλεγμένος)
 μτχ.πλεγμένος
εξακολ. μέλλ. θα πλέκομαι
στιγμ. μέλλ. θα πλεχτώ
υπερσ. είχα πλεχτεί (ή ήμουν πλεγμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω πλεχτεί (ή θα είμαι πλεγμένος)

Πίνακας Ρ4


Ρ4α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./ υποτ.κρύβωκρύβειςκρύβεικρύβο(υ)μεκρύβετεκρύβουν
 προστ. κρύβε  κρύβετε 
 μτχ.κρύβοντας     
πρτ.οριστ.έκρυβαέκρυβεςέκρυβεκρύβαμεκρύβατεέκρυβαν
αόρ.οριστ.έκρυψαέκρυψεςέκρυψεκρύψαμεκρύψατεέκρυψαν
 υποτ.κρύψωκρύψειςκρύψεικρύψο(υ)μεκρύψετεκρύψουν
 προστ. κρύψε  κρύψτε 
 απαρέμφ.κρύψει     
πρκ.οριστ.έχω κρύψει (ή έχω κρυμμένο)
 υποτ.να έχω κρύψει (ή να έχω κρυμμένο)
εξακολ. μέλλ. θα κρύβω
στιγμ. μέλλ. θα κρύψω
υπερσ. είχα κρύψει (ή είχα κρυμμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω κρύψει ( ή θα έχω κρυμμένο )
Ρ4β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.κρύβομαικρύβεσαικρύβεταικρυβόμαστεκρύβεστεκρύβονται
 προστ. (κρύβου)  (κρύβεστε) 
πρτ.οριστ.κρυβόμουνκρυβόσουνκρυβότανκρυβόμαστανκρυβόσαστανκρύβονταν
αόρ.οριστ.κρύφτηκακρύφτηκεςκρύφτηκεκρυφτήκαμεκρυφτήκατεκρύφτηκαν
 υποτ.κρυφτώκρυφτείςκρυφτείκρυφτούμεκρυφτείτεκρυφτούν
 προστ. κρύψου  κρυφτείτε 
 απαρέμφ.κρυφτεί     
πρκ.οριστ.έχω κρυφτεί (ή είμαι κρυμμένος)
 υποτ.να έχω κρυφτεί (ή να είμαι κρυμμένος)
 μτχ.κρυμμένος
εξακολ. μέλλ. θα κρύβομαι
στιγμ. μέλλ. θα κρυφτώ
υπερσ. είχα κρυφτεί (ή ήμουν κρυμμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω κρυφτεί ( ή θα είμαι κρυμμένος)

Πίνακας Ρ5


Ρ5.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.δεσμεύωδεσμεύειςδεσμεύειδεσμεύο(υ)μεδεσμεύετεδεσμεύουν
 προστ. δέσμευε  δεσμεύετε 
 μτχ.δεσμεύοντας     
πρτ.οριστ.δέσμευαδέσμευεςδέσμευεδεσμεύαμεδεσμεύατεδέσμευαν
αόρ.οριστ.δέσμευσαδέσμευσεςδέσμευσεδεσμεύσαμεδεσμεύσατεδέσμευσαν
 υποτ.δεσμεύσωδεσμεύσειςδεσμεύσειδεσμεύσο(υ)μεδεσμεύσετεδεσμεύσουν
 προστ. δέσμευσε  δεσμεύστε 
 απαρέμφ.δεσμεύσει     
πρκ.οριστ.έχω δεσμεύσει (ή έχω δεσμευμένο)
 υποτ.να έχω δεσμεύσει (ή να έχω δεσμευμένο)
εξακολ. μέλλ. θα δεσμεύω
στιγμ. μέλλ. θα δεσμεύσω
υπερσ. είχα δεσμεύσει (ή είχα δεσμευμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω δεσμεύσει (ή θα έχω δεσμευμένο)
Ρ5.1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.δεσμεύομαιδεσμεύεσαιδεσμεύεταιδεσμευόμαστεδεσμεύεστεδεσμεύονται
 προστ. (δεσμεύου)  (δεσμεύεστε) 
πρτ.οριστ.δεσμευόμουνδεσμευόσουνδεσμευότανδεσμευόμαστανδεσμευόσαστανδεσμεύονταν
αόρ.οριστ.δεσμεύτηκαδεσμεύτηκεςδεσμεύτηκεδεσμευτήκαμεδεσμευτήκατεδεσμεύτηκαν
 υποτ.δεσμευτώδεσμευτείςδεσμευτείδεσμευτούμεδεσμευτείτεδεσμευτούν
 προστ. δεσμεύσου  δεσμευτείτε 
 απαρέμφ.δεσμευτεί     
πρκ.οριστ.έχω δεσμευτεί (ή είμαι δεσμευμένος)
 υποτ.να έχω δεσμευτεί (ή να είμαι δεσμευμένος)
 μτχ.δεσμευμένος
εξακολ. μέλλ. θα δεσμεύομαι
στιγμ. μέλλ. θα δεσμευτώ
υπερσ. είχα δεσμευτεί (ή ήμουν δεσμευμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω δεσμευτεί (ή θα είμαι δεσμευμένος)

Πίνακας Ρ5.2


Ρ5.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.φυτεύωφυτεύειςφυτεύειφυτεύο(υ )μεφυτεύετεφυτεύουν
 προστ. φύτευε  φυτεύετε 
 μτχ.φυτεύοντας     
πρτ.οριστ.φύτευαφύτευεςφύτευεφυτεύαμεφυτεύατεφύτευαν
αόρ.οριστ.φύτεψαφύτεψεςφύτεψεφυτέψαμεφυτέψατεφύτεψαν
 υποτ.φυτέψωφυτέψειςφυτέψειφυτέψο(υ)μεφυτέψετεφυτέψουν
 προστ. φύτεψε  φυτέψτε 
 απαρέμφ.φυτέψει     
πρκ.οριστ.έχω φυτέψει (ή έχω φυτεμένο)
 υποτ.να έχω φυτέψει (ή να έχω φυτεμένο)
εξακολ. μέλλ. θα φυτεύω
στιγμ. μέλλ. θα φυτέψω
υπερσ. είχα φυτέψει (ή είχα φυτεμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω φυτέψει ( ή θα έχω φυτεμένο )
Ρ5.2β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.φυτεύομαιφυτεύεσαιφυτεύεταιφυτευόμαστεφυτεύεστεφυτεύονται
 προστ.(φυτεύου)   (φυτεύεστε) 
πρτ.οριστ.φυτευόμουνφυτευόσουνφυτευότανφυτευόμαστανφυτευόσαστανφυτεύονταν
αόρ.οριστ.φυτεύτηκαφυτεύτηκεςφυτεύτηκεφυτευτήκαμεφυτευτήκατεφυτεύτηκαν
 υποτ.φυτευτώφυτευτείςφυτευτείφυτευτούμεφυτευτείτεφυτευτούν
 προστ. φυτέψου  φυτευτείτε 
 απαρέμφ.φυτευτεί     
πρκ.οριστ.έχω φυτευτεί (ή είμαι φυτεμένος)
 υποτ.να έχω φυτευτεί (ή να είμαι φυτεμένος)
 μτχ.φυτεμένος
εξακολ. μέλλ. θα φυτεύομαι
στιγμ. μέλλ. θα φυτευτώ
υπερσ. είχα φυτευτεί (ή ήμουν φυτεμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω φυτευτεί ( ή θα είμαι φυτεμένος)

Πίνακας Ρ6


Ρ6α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.τρατάρωτρατάρειςτρατάρειτρατάρο(υ)μετρατάρετετρατάρουν
 προστ. τράταρε  τρατάρετε 
 μτχ.τρατάροντας     
πρτ.οριστ.τράταρατράταρεςτράταρετρατάραμετρατάρατετράταραν
  τρατάριζατρατάριζεςτρατάριζετραταρίζαμετραταρίζατετρατάριζαν
αόρ.οριστ.τράταρατράταρεςτράταρετρατάραμετρατάρατετράταραν
  τρατάρισατρατάρισεςτρατάρισετραταρίσαμετραταρίσατετρατάρισαν
 υποτ.τρατάρωτρατάρειςτρατάρειτρατάρο(υ)μετρατάρετετρατάρουν
 προστ. τράταρε, τρατάρισε  τρατάρετε 
 απαρέμφ.τρατάρει     
πρκ.οριστ.έχω τρατάρει (ή έχω τραταρισμένο)
 υποτ.να έχω τρατάρει (ή να έχω τραταρισμένο)
εξακολ. μέλλ. θα τρατάρω
στιγμ. μέλλ. θα τρατάρω
υπερσ. είχα τρατάρει (ή είχα τραταρισμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω τρατάρει (ή θα έχω τραταρισμένο)
Ρ6β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.τρατάρομαιτρατάρεσαιτρατάρεταιτραταρόμαστετρατάρεστετρατάρονται
 προστ. (τρατάρου)  (τρατάρεστε) 
πρτ.οριστ.τραταριζόμουντραταριζόσουντραταριζόταντραταριζόμασταντραταριζόσασταντραταρίζονταν
αόρ.οριστ.τραταρίστηκατραταρίστηκεςτραταρίστηκετραταριστήκαμετραταριστήκατετραταρίστηκαν
 υποτ.τραταριστώτραταριστείςτραταριστείτραταριστούμετραταριστείτετραταριστούν
 προστ. τραταρίσου  τραταριστείτε 
 απαρέμφ.τραταριστεί     
πρκ.οριστ.έχω τραταριστεί (ή είμαι τραταρισμένος)
 υποτ.να έχω τραταριστεί (ή να είμαι τραταρισμένος)
 μτχ.τραταρισμένος
εξακολ. μέλλ. θα τρατάρομαι
στιγμ. μέλλ. θα τραταριστώ
υπερσ. είχα τραταριστεί (ή ήμουν τραταρισμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω τραταριστεί ( ή θα είμαι τραταρισμένος)

Πίνακας Ρ7


Ρ7.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.μαραίνωμαραίνειςμαραίνειμαραίνο(υ)μεμαραίνετεμαραίνουν
 προστ. μάραινε  μαραίνετε 
 μτχ.μαραίνοντας     
πρτ.οριστ.μάραιναμάραινεςμάραινεμαραίναμεμαραίνατεμάραιναν
αόρ.οριστ.μάραναμάρανεςμάρανεμαράναμεμαράνατεμάραναν
 υποτ.μαράνωμαράνειςμαράνειμαράνο(υ)μεμαράνετεμαράνουν
 προστ. μάρανε  μαράνετε 
 απαρέμφ.μαράνει     
πρκ.οριστ.έχω μαράνει (ή έχω μαραμένο)
 υποτ.να έχω μαράνει (ή να έχω μαραμένο)
εξακολ. μέλλ. θα μαραίνω
στιγμ. μέλλ. θα μαράνω
υπερσ. είχα μαράνει (ή είχα μαραμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω μαράνει ( ή θα έχω μαραμένο )
Ρ7.1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.μαραίνομαιμαραίνεσαιμαραίνεταιμαραινόμαστεμαραίνεστεμαραίνονται
 προστ. (μαραίνου)  (μαραίνεστε) 
πρτ.οριστ.μαραινόμουνμαραινόσουνμαραινότανμαραινόμαστανμαραινόσαστανμαραίνονταν
αόρ.οριστ.μαράθηκαμαράθηκεςμαράθηκεμαραθήκαμεμαραθήκατεμαράθηκαν
 υποτ.μαραθώμαραθείςμαραθείμαραθούμεμαραθείτεμαραθούν
 προστ.    μαραθείτε 
απαρέμφ.μαραθεί      
πρκ.οριστ.έχω μαραθεί (ή είμαι μαραμένος)
 υποτ.να έχω μαραθεί (ή να είμαι μαραμένος)
 μτχ.μαραμένος
εξακολ. μέλλ. θα μαραίνομαι
στιγμ. μέλλ. θα μαραθώ
υπερσ. είχα μαραθεί (ή ήμουν μαραμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω μαραθεί (ή θα είμαι μαραμένος)

Πίνακας Ρ7.2


Ρ7.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.λιπαίνωλιπαίνειςλιπαίνειλιπαίνο(υ)μελιπαίνετελιπαίνουν
 προστ. λίπαινε  λιπαίνετε 
 μτχ.λιπαίνοντας     
πρτ.οριστ.λίπαιναλίπαινεςλίπαινελιπαίναμελιπαίνατελίπαιναν
αόρ.οριστ.λίπαναλίπανεςλίπανελιπάναμελιπάνατελίπαναν
 υποτ.λιπάνωλιπάνειςλιπάνειλιπάνο(υ)μελιπάνετελιπάνουν
 προστ. λίπανε  λιπάνετε 
 απαρέμφ.λιπάνει     
πρκ.οριστ.έχω λιπάνει (ή έχω λιπασμένο)
 υποτ.να έχω λιπάνει (ή να έχω λιπασμένο)
εξακολ. μέλλ. θα λιπαίνω
στιγμ. μέλλ. θα λιπάνω
υπερσ. είχα λιπάνει (ή είχα λιπασμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω λιπάνει (ή θα έχω λιπασμένο)
Ρ7.2β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.λιπαίνομαιλιπαίνεσαιλιπαίνεταιλιπαινόμαστελιπαίνεστελιπαίνονται
 προστ. (λιπαίνου)  (λιπαίνεστε) 
πρτ.οριστ.λιπαινόμουνλιπαινόσουνλιπαινότανλιπαινόμαστανλιπαινόσαστανλιπαίνονταν
αόρ.οριστ.λιπάνθηκαλιπάνθηκεςλιπάνθηκελιπανθήκαμελιπανθήκατελιπάνθηκαν
 υποτ.λιπανθώλιπανθείςλιπανθείλιπανθούμελιπανθείτελιπανθούν
 προστ.    λιπανθείτε 
 απαρέμφ.λιπανθεί     
πρκ.οριστ.έχω λιπανθεί (ή είμαι λιπασμένος)
 υποτ.να έχω λιπανθεί (ή να είμαι λιπασμένος)
 μτχ.λιπασμένος
εξακολ. μέλλ. θα λιπαίνομαι
στιγμ. μέλλ. θα λιπανθώ
υπερσ. είχα λιπανθεί (ή ήμουν λιπασμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω λιπανθεί ( ή θα είμαι λιπασμένος)

Πίνακας Ρ7.3


Ρ7.3α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.λευκαίνωλευκαίνειςλευκαίνειλευκαίνο(υ )μελευκαίνετελευκαίνουν
 προστ. λεύκαινε  λευκαίνετε 
 μτχ.λευκαίνοντας     
πρτ.οριστ.λεύκαιναλεύκαινεςλεύκαινελευκαίναμελευκαίνατελεύκαιναν
αόρ.οριστ.λεύκαναλεύκανεςλεύκανελευκάναμελευκάνατελεύκαναν
 υποτ.λευκάνωλευκάνειςλευκάνειλευκάνο(υ)μελευκάνετελευκάνουν
 προστ. λεύκανε  λευκάνετε 
 απαρέμφ.λευκάνει     
πρκ.οριστ.έχω λευκάνει (ή έχω λευκασμένο, έχω λευκαμένο)
 υποτ.να έχω λευκάνει (ή να έχω λευκασμένο, να έχω λευκαμένο)
εξακολ. μέλλ. θα λευκαίνω
στιγμ. μέλλ. θα λευκάνω
υπερσ. είχα λευκάνει (ή είχα λευκασμένο, είχα λευκαμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω λευκάνει (ή θα έχω λευκασμένο, θα έχω λευκαμένο)
Ρ7.3β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.λευκαίνομαιλευκαίνεσαιλευκαίνεταιλευκαινόμαστελευκαίνεστελευκαίνονται
 προστ. (λευκαίνου)  (λευκαίνεστε) 
πρτ.οριστ.λευκαινόμουνλευκαινόσουνλευκαινότανλευκαινόμαστανλευκαινόσαστανλευκαίνονταν
αόρ.οριστ.λευκάνθηκαλευκάνθηκεςλευκάνθηκελευκανθήκαμελευκανθήκατελευκάνθηκαν
 λευκάθηκαλευκάθηκεςλευκάθηκελευκαθήκαμελευκαθήκατελευκάθηκαν 
 υποτ.λευκανθώλευκανθείςλευκανθείλευκανθούμελευκανθείτελευκανθούν
  λευκαθώλευκαθείςλευκαθείλευκαθούμελευκαθείτελευκαθούν
 προστ.    λευκανθείτε, λευκαθείτε 
 απαρέμφ.λευκανθεί, λευκαθεί     
πρκ.οριστ.έχω λευκανθεί, έχω λευκαθεί (ή είμαι λευκασμένος, είμαι λευκαμένος)
 υποτ.να έχω λευκανθεί, να έχω λευκαθεί (ή να είμαι λευκασμένος, να είμαι λευκαμένος)
 μτχ.λευκασμένος, λευκαμένος
εξακολ. μέλλ. θα λευκαίνομαι
στιγμ. μέλλ. θα λευκανθώ, θα λευκαθώ
υπερσ. είχα λευκανθεί, είχα λευκαθεί ( ή ήμουν λευκασμένος, ήμουν λευκαμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω λευκανθεί, θα έχω λευκαθεί ( ή θα είμαι λευκασμένος, θα είμαι λευκαμένος)

Πίνακας Ρ7.4


Ρ7.4α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.απαλαίνωαπαλαίνειςαπαλαίνειαπαλαίνο(υ)μεαπαλαίνετεαπαλαίνουν
 προστ. απάλαινε  απαλαίνετε 
 μτχ.απαλαίνοντας     
πρτ.οριστ.απάλαινααπάλαινεςαπάλαινεαπαλαίναμεαπαλαίνατεαπάλαιναν
αόρ.οριστ.απάλυνααπάλυνεςαπάλυνεαπαλύναμεαπαλύνατεαπάλυναν
 υποτ.απαλύνωαπαλύνειςαπαλύνειαπαλύνο(υ)μεαπαλύνετεαπαλύνουν
 προστ. απάλυνε  απαλύνετε 
 απαρέμφ.απαλύνει     
πρκ.οριστ.έχω απαλύνει (ή έχω απαλυμένο)
 υποτ.να έχω απαλύνει (ή να έχω απαλυμένο)
εξακολ. μέλλ. θα απαλαίνω
στιγμ. μέλλ. θα απαλύνω
υπερσ. είχα απαλύνει (ή είχα απαλυμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω απαλύνει (ή θα έχω απαλυμένο)
Ρ7.4β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.απαλαίνομαιαπαλαίνεσαιαπαλαίνεταιαπαλαινόμαστεαπαλαίνεστεαπαλαίνονται
 προστ. (απαλαίνου)  (απαλαίνεστε) 
πρτ.οριστ.απαλαινόμουναπαλαινόσουναπαλαινόταναπαλαινόμασταναπαλαινόσασταναπαλαίνονταν
αόρ.οριστ.απαλύνθηκααπαλύνθηκεςαπαλύνθηκεαπαλυνθήκαμεαπαλυνθήκατεαπαλύνθηκαν
 υποτ.απαλυνθώαπαλυνθείςαπαλυνθείαπαλυνθούμεαπαλυνθείτεαπαλυνθούν
 προστ.    απαλυνθείτε 
 απαρέμφ.απαλυνθεί     
πρκ.οριστ.έχω απαλυνθεί (ή είμαι απαλυμένος)
 υποτ.να έχω απαλυνθεί (ή να είμαι απαλυμένος)
 μτχ.απαλυμένος
εξακολ. μέλλ. θα απαλαίνομαι
στιγμ. μέλλ. θα απαλυνθώ
υπερσ. είχα απαλυνθεί (ή ήμουν απαλυμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω απαλυνθεί (ή θα είμαι απαλυμένος)

Πίνακας Ρ8


Ρ8.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.ευκολύνωευκολύνειςευκολύνειευκολύνο(υ)μεευκολύνετεευκολύνουν
 προστ. ευκόλυνε  ευκολύνετε 
 μτχ.ευκολύνοντας     
πρτ.οριστ.ευκόλυναευκόλυνεςευκόλυνεευκολύναμεευκολύνατεευκόλυναν
αόρ.οριστ.ευκόλυναευκόλυνεςευκόλυνεευκολύναμεευκολύνατεευκόλυναν
 υποτ.ευκολύνωευκολύνειςευκολύνειευκολύνο(υ)μεευκολύνετεευκολύνουν
 προστ. ευκόλυνε  ευκολύνετε 
 απαρέμφ.ευκολύνει     
πρκ.οριστ.έχω ευκολύνει (ή έχω ευκολυμένο)
 υποτ.να έχω ευκολύνει (ή να έχω ευκολυμένο)
εξακολ. μέλλ. θα ευκολύνω
στιγμ. μέλλ. θα ευκολύνω
υπερσ. είχα ευκολύνει (ή είχα ευκολυμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω ευκολύνει (ή θα έχω ευκολυμένο)
Ρ8.1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.ευκολύνομαιευκολύνεσαιευκολύνεταιευκολυνόμαστεευκολύνεστεευκολύνονται
 προστ. (ευκολύνου)  (ευκολύνεστε) 
πρτ.οριστ.ευκολυνόμουνευκολυνόσουνευκολυνότανευκολυνόμαστανευκολυνόσαστανευκολύνονταν
αόρ.οριστ.ευκολύνθηκαευκολύνθηκεςευκολύνθηκεευκολυνθήκαμεευκολυνθήκατεευκολύνθηκαν
 υποτ.ευκολυνθώευκολυνθείςευκολυνθείευκολυνθούμεευκολυνθείτεευκολυνθούν
 προστ. ευκολύνσου  ευκολυνθείτε 
 απαρέμφ.ευκολυνθεί     
πρκ.οριστ.έχω ευκολυνθεί (ή είμαι ευκολυμένος)
 υποτ.να έχω ευκολυνθεί (ή να είμαι ευκολυμένος)
 μτχ.ευκολυμένος
εξακολ. μέλλ. θα ευκολύνομαι
στιγμ. μέλλ. θα ευκολυνθώ
υπερσ. είχα ευκολυνθεί (ή ήμουν ευκολυμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω ευκολυνθεί (ή θα είμαι ευκολυμένος)

Πίνακας Ρ8.2


Ρ8.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.μολύνωμολύνειςμολύνειμολύνο(υ)μεμολύνετεμολύνουν
 προστ.μόλυνεμολύνετε    
 μτχ.μολύνοντας     
πρτ.οριστ.μόλυναμόλυνεςμόλυνεμολύναμεμολύνατεμόλυναν
αόρ.οριστ.μόλυναμόλυνεςμόλυνεμολύναμεμολύνατεμόλυναν
 υποτ.μολύνωμολύνειςμολύνειμολύνο(υ)μεμολύνετεμολύνουν
 προστ. μόλυνε  μολύνετε 
 απαρέμφ.μολύνει     
πρκ.οριστ.έχω μολύνει (ή έχω μολυσμένο)
 υποτ.να έχω μολύνει (ή να έχω μολυσμένο)
εξακολ. μέλλ. θα μολύνω
στιγμ. μέλλ. θα μολύνω
υπερσ. είχα μολύνει (ή είχα μολυσμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω μολύνει (ή θα έχω μολυσμένο)
Ρ8.2β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.μολύνομαιμολύνεσαιμολύνεταιμολυνόμαστεμολύνεστεμολύνονται
 προστ. (μολύνου)  (μολύνεστε) 
πρτ.οριστ.μολυνόμουνμολυνόσουνμολυνότανμολυνόμαστανμολυνόσαστανμολύνονταν
αόρ.οριστ.μολύνθηκαμολύνθηκεςμολύνθηκεμολυνθήκαμεμολυνθήκατεμολύνθηκαν
 υποτ.μολυνθώμολυνθείςμολυνθείμολυνθούμεμολυνθείτεμολυνθούν
 προστ. μολύνσου  μολυνθείτε 
 απαρέμφ.μολυνθεί     
πρκ.οριστ.έχω μολυνθεί (ή είμαι μολυσμένος)
 υποτ.να έχω μολυνθεί (ή να είμαι μολυσμένος)
 μτχ.μολυσμένος
εξακολ. μέλλ. θα μολύνομαι
στιγμ. μέλλ. θα μολυνθώ
υπερσ. είχα μολυνθεί (ή ήμουν μολυσμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω μολυνθεί (ή θα είμαι μολυσμένος)

Πίνακας Ρ9


Ρ9α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.ιδρύωιδρύειςιδρύειιδρύο(υ)μειδρύετειδρύουν
 προστ. ίδρυε  ιδρύετε 
 μτχ.ιδρύοντας     
πρτ.οριστ.ίδρυαίδρυεςίδρυειδρύαμειδρύατείδρυαν
αόρ.οριστ.ίδρυσαίδρυσεςίδρυσειδρύσαμειδρύσατείδρυσαν
 υποτ.ιδρύσωιδρύσειςιδρύσειιδρύσο(υ)μειδρύσετειδρύσουν
 προστ. ίδρυσε  ιδρύστε 
 απαρέμφ.ιδρύσει     
πρκ.οριστ.έχω ιδρύσει (ή έχω ιδρυμένο)
 υποτ.να έχω ιδρύσει (ή να έχω ιδρυμένο)
εξακολ. μέλλ. θα ιδρύω
στιγμ. μέλλ. θα ιδρύσω
υπερσ. είχα ιδρύσει (ή είχα ιδρυμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω ιδρύσει (ή θα έχω ιδρυμένο)
Ρ9β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.ιδρύομαιιδρύεσαιιδρύεταιιδρυόμαστειδρύεστειδρύονται
 προστ. (ιδρύου)  (ιδρύεστε) 
πρτ.οριστ.ιδρυόμουνιδρυόσουνιδρυότανιδρυόμαστανιδρυόσαστανιδρύονταν
αόρ.οριστ.ιδρύθηκαιδρύθηκεςιδρύθηκειδρυθήκαμειδρυθήκατειδρύθηκαν
 υποτ.ιδρυθώιδρυθείςιδρυθείιδρυθούμειδρυθείτειδρυθούν
 προστ. ιδρύσου  ιδρυθείτε 
 απαρέμφ.ιδρυθεί     
πρκ.οριστ.έχω ιδρυθεί (ή είμαι ιδρυμένος)
 υποτ.να έχω ιδρυθεί (ή να είμαι ιδρυμένος)
 μτχ.ιδρυμένος
εξακολ. μέλλ. θα ιδρύομαι
στιγμ. μέλλ. θα ιδρυθώ
υπερσ. είχα ιδρυθεί (ή ήμουν ιδρυμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω ιδρυθεί (ή θα είμαι ιδρυμένος)

Πίνακας Ρ10


Ρ10.1α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.αγαπώ, -άωαγαπάςαγαπά(ει)αγαπούμε, -άμεαγαπάτεαγαπούν, -άν
 προστ. αγάπα  αγαπάτε 
 μτχ.αγαπώντας     
πρτ.οριστ.αγαπούσααγαπούσεςαγαπούσεαγαπούσαμεαγαπούσατεαγαπούσαν
αόρ.οριστ.αγάπησααγάπησεςαγάπησεαγαπήσαμεαγαπήσατεαγάπησαν
 υποτ.αγαπήσωαγαπήσειςαγαπήσειαγαπήσο(υ)μεαγαπήσετεαγαπήσουν
 προστ. αγάπησε  αγαπήστε 
 απαρέμφ.αγαπήσει     
πρκ.οριστ.έχω αγαπήσει (ή έχω αγαπημένο)
 υποτ.να έχω αγαπήσει (ή να έχω αγαπημένο)
εξακολ. μέλλ. θα αγαπώ, θα αγαπάω
στιγμ. μέλλ. θα αγαπήσω
υπερσ. είχα αγαπήσει (ή είχα αγαπημένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω αγαπήσει (ή θα έχω αγαπημένο)
Ρ10.1β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.αγαπιέμαιαγαπιέσαιαγαπιέταιαγαπιόμαστεαγαπιέστεαγαπιούνται
πρτ.οριστ.αγαπιόμουναγαπιόσουναγαπιόταναγαπιόμασταναγαπιόσασταναγαπιόνταν
αόρ.οριστ.αγαπήθηκααγαπήθηκεςαγαπήθηκεαγαπηθήκαμεαγαπηθήκατεαγαπήθηκαν
 υποτ.αγαπηθώαγαπηθείςαγαπηθείαγαπηθούμεαγαπηθείτεαγαπηθούν
 προστ. αγαπήσου  αγαπηθείτε 
 απαρέμφ.αγαπηθεί     
πρκ.οριστ.έχω αγαπηθεί (ή είμαι αγαπημένος)
 υποτ.να έχω αγαπηθεί (ή να είμαι αγαπημένος)
 μτχ.αγαπημένος
εξακολ. μέλλ. θα αγαπιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα αγαπηθώ
υπερσ. είχα αγαπηθεί (ή ήμουν αγαπημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω αγαπηθεί (ή θα είμαι αγαπημένος)

Πίνακας Ρ10.2


Ρ10.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.ζουπώ, -άωζουπάςζουπά(ει)ζουπούμε, -άμεζουπάτεζουπούν, -άν
 προστ. ζούπα  ζουπάτε 
 μτχ.ζουπώντας     
πρτ.οριστ.ζουπούσαζουπούσεςζουπούσεζουπούσαμεζουπούσατεζουπούσαν
αόρ.οριστ.ζούπηξαζούπηξεςζούπηξεζουπήξαμεζουπήξατεζούπηξαν
  ζούπησαζούπησεςζούπησεζουπήσαμεζουπήσατεζούπησαν
 υποτ.ζουπήξωζουπήξειςζουπήξειζουπήξο(υ)μεζουπήξετεζουπήξουν
  ζουπήσωζουπήσειςζουπήσειζουπήσο(υ)μεζουπήσετεζουπήσουν
 προστ. ζούπηξε, ζούπησε  ζουπήξτε, ζουπήστε 
 απαρέμφ.ζουπήξει, ζουπήσει     
πρκ.οριστ.έχω ζουπήξει, έχω ζουπήσει ( ή έχω ζουπηγμένο, έχω ζουπημένο )
 υποτ.να έχω ζουπήξει, να έχω ζουπήσει ( ή να έχω ζουπηγμένο, να έχω ζουπημένο )
εξακολ. μέλλ. θα ζουπώ, θα ζουπάω
στιγμ. μέλλ. θα ζουπήξω, θα ζουπήσω
υπερσ. είχα ζουπήξει, είχα ζουπήσει ( ή είχα ζουπηγμένο, είχα ζουπημένο )
συντελ. μέλλ. θα έχω ζουπήξει, θα έχω ζουπήσει (ή θα έχω ζουπηγμένο, θα έχω ζουπημένο)
Ρ10.2β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.ζουπιέμαιζουπιέσαιζουπιέταιζουπιόμαστεζουπιέστεζουπιούνται
πρτ.οριστ.ζουπιόμουνζουπιόσουνζουπιότανζουπιόμαστανζουπιόσαστανζουπιόνταν
αόρ.οριστ.ζουπήχτηκαζουπήχτηκεςζουπήχτηκεζουπηχτήκαμεζουπηχτήκατεζουπήχτηκαν
  ζουπήθηκαζουπήθηκεςζουπήθηκεζουπηθήκαμεζουπηθήκατεζουπήθηκαν
 υποτ.ζουπηχτώζουπηχτείςζουπηχτείζουπηχτούμεζουπηχτείτεζουπηχτούν
  ζουπηθώζουπηθείςζουπηθείζουπηθούμεζουπηθείτεζουπηθούν
 προστ. ζουπήξου, ζουπήσου  ζουπηχτείτε, ζουπηθείτε 
 απαρέμφ.ζουπηχτεί, ζουπηθεί     
πρκ.οριστ.έχω ζουπηχτεί, έχω ζουπηθεί (ή είμαι ζουπηγμένος, είμαι ζουπημένος)
 υποτ.να έχω ζουπηχτεί, να έχω ζουπηθεί (ή να είμαι ζουπηγμένος, να είμαι ζουπημένος)
 μτχ.ζουπηγμένος, ζουπημένος
εξακολ. μέλλ. θα ζουπιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα ζουπηχτώ, θα ζουπηθώ
υπερσ. είχα ζουπηχτεί, είχα ζουπηθεί (ή ήμουν ζουπηγμένος, ήμουν ζουπημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω ζουπηχτεί, θα έχω ζουπηθεί (ή θα είμαι ζουπηγμένος, θα είμαι ζουπημένος)

Πίνακας Ρ10.3


Ρ10.3α Eνεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.βαστώ, -άωβαστάςβαστά(ει)βαστούμε, -άμεβαστάτεβαστούν, -άν
 προστ.βάσταβαστάτε    
 μτχ.βαστώντας     
πρτ.οριστ.βαστούσαβαστούσεςβαστούσεβαστούσαμεβαστούσατεβαστούσαν
αόρ.οριστ.βάσταξαβάσταξεςβάσταξεβαστάξαμεβαστάξατεβάσταξαν
 βάστηξαβάστηξεςβάστηξεβαστήξαμεβαστήξατεβάστηξαν 
 υποτ.βαστάξωβαστάξειςβαστάξειβαστάξο(υ)μεβαστάξετεβαστάξουν
 βαστήξωβαστήξειςβαστήξειβαστήξο(υ)μεβαστήξετεβαστήξουν 
 προστ. βάσταξε, βάστηξε  βαστάξτε, βαστήξτε 
 απαρέμφ.βαστάξει, βαστήξει     
πρκ.οριστ.έχω βαστάξει, έχω βαστήξει ( ή έχω βασταγμένο, έχω βαστηγμένο )
υποτ. να έχω βαστάξει, να έχω βαστήξει ( ή να έχω βασταγμένο, να έχω βαστηγμένο )
εξακολ. μέλλ. θα βαστώ, θα βαστάω
στιγμ. μέλλ. θα βαστάξω, θα βαστήξω
υπερσ. είχα βαστάξει, είχα βαστήξει (ή είχα βασταγμένο, είχα βαστηγμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω βαστάξει, θα έχω βαστήξει(ή θα έχω βασταγμένο, θα έχω βαστηγμένο)
Ρ10.3β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.βαστιέμαιβαστιέσαιβαστιέταιβαστιόμαστεβαστιέστεβαστιούνται
πρτ.οριστ.βαστιόμουνβαστιόσουνβαστιότανβαστιόμαστανβαστιόσαστανβαστιόνταν
αόρ.οριστ.βαστάχτηκαβαστάχτηκεςβαστάχτηκεβασταχτήκαμεβασταχτήκατεβαστάχτηκαν
  βαστήχτηκαβαστήχτηκεςβαστήχτηκεβαστηχτήκαμεβαστηχτήκατεβαστήχτηκαν
 υποτ.βασταχτώβασταχτείςβασταχτείβασταχτούμεβασταχτείτεβασταχτούν
  βαστηχτώβαστηχτείςβαστηχτείβαστηχτούμεβαστηχτείτεβαστηχτούν
 προστ.βαστάξου, βαστήξου   βασταχτείτε, βαστηχτείτε 
 απαρέμφ.βασταχτεί, βαστηχτεί     
πρκ.οριστ.έχω βασταχτεί, έχω βαστηχτεί (ή είμαι βασταγμένος, είμαι βαστηγμένος)
 υποτ.να έχω βασταχτεί, να έχω βαστηχτεί (ή να είμαι βασταγμένος, να είμαι βαστηγμένος)
 μτχ.βασταγμένος,βαστηγμένος
εξακολ. μέλλ. θα βαστιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα βασταχτώ, θα βαστηχτώ
υπερσ. είχα βασταχτεί, είχα βαστηχτεί (ή ήμουν βασταγμένος, ήμουν βαστηγμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω βασταχτεί, θα έχω βαστηχτεί (ή θα είμαι βασταγμένος, θα είμαι βαστηγμένος)

Πίνακας Ρ10.4


Ρ10.4α Eνεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.γελώ, -άωγελάςγελά(ει)γελούμε, -άμεγελάτεγελούν, -άν
 προστ. γέλα  γελάτε 
 μτχ.γελώντας     
πρτ.οριστ.γελούσαγελούσεςγελούσεγελούσαμεγελούσατεγελούσαν
αόρ.οριστ.γέλασαγέλασεςγέλασεγελάσαμεγελάσατεγέλασαν
 υποτ.γελάσωγελάσειςγελάσειγελάσο(υ)μεγελάσετεγελάσουν
 προστ. γέλασε  γελάστε 
 απαρέμφ.γελάσει     
πρκ.οριστ.έχω γελάσει (ή έχω γελασμένο)
 υποτ.να έχω γελάσει (ή να έχω γελασμένο)
εξακολ. μέλλ. θα γελώ, θα γελάω
στιγμ. μέλλ. θα γελάσω
υπερσ. είχα γελάσει (ή είχα γελασμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω γελάσει (ή θα έχω γελασμένο)
Ρ10.4β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.γελιέμαιγελιέσαιγελιέταιγελιόμαστεγελιέστεγελιούνται
πρτ.οριστ.γελιόμουνγελιόσουνγελιότανγελιόμαστανγελιόσαστανγελιόνταν
αόρ.οριστ.γελάστηκαγελάστηκεςγελάστηκεγελαστήκαμεγελαστήκατεγελάστηκαν
 υποτ.γελαστώγελαστείςγελαστείγελαστούμεγελαστείτεγελαστούν
 προστ. γελάσου  γελαστείτε 
 απαρέμφ.γελαστεί     
πρκ.οριστ.έχω γελαστεί (ή είμαι γελασμένος)
 υποτ.να έχω γελαστεί ( ή να είμαι γελασμένος)
 μτχ.γελασμένος
εξακολ. μέλλ. θα γελιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα γελαστώ
υπερσ. είχα γελαστεί (ή ήμουν γελασμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω γελαστεί ( ή θα είμαι γελασμένος)

Πίνακας Ρ10.5


Ρ10.5α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.φορώ, -άωφοράςφορά(ει)φορούμε, -άμεφοράτεφορούν, -άν
 προστ. φόρα  φοράτε 
 μτχ.φορώντας     
πρτ.οριστ.φορούσαφορούσεςφορούσεφορούσαμεφορούσατεφορούσαν
αόρ.οριστ.φόρεσαφόρεσεςφόρεσεφορέσαμεφορέσατεφόρεσαν
 υποτ.φορέσωφορέσειςφορέσειφορέσο(υ)μεφορέσετεφορέσουν
 προστ. φόρεσε  φορέστε 
 απαρέμφ.φορέσει     
πρκ.οριστ.έχω φορέσει (ή έχω φορεμένο)
 υποτ.να έχω φορέσει (ή να έχω φορεμένο)
εξακολ. μέλλ. θα φορώ, θα φοράω
στιγμ. μέλλ. θα φορέσω
υπερσ. είχα φορέσει (ή είχα φορεμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω φορέσει (ή θα έχω φορεμένο)
Ρ10.5β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.φοριέμαιφοριέσαιφοριέταιφοριόμαστεφοριέστεφοριούνται
πρτ.οριστ.φοριόμουνφοριόσουνφοριότανφοριόμαστανφοριόσαστανφοριόνταν
αόρ.οριστ.φορέθηκαφορέθηκεςφορέθηκεφορεθήκαμεφορεθήκατεφορέθηκαν
 υποτ.φορεθώφορεθείςφορεθείφορεθούμεφορεθείτεφορεθούν
 προστ. φορέσου  φορεθείτε 
 απαρέμφ.φορεθεί     
πρκ.οριστ.έχω φορεθεί (ή είμαι φορεμένος)
 υποτ.να έχω φορεθεί (ή να είμαι φορεμένος)
 μτχ.φορεμένος
εξακολ. μέλλ. θα φοριέμαι
στιγμ. μέλλ. θα φορεθώ
υπερσ. είχα φορεθεί (ή ήμουν φορεμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω φορεθεί (ή θα είμαι φορεμένος)

Πίνακας Ρ10.6


Ρ10.6α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.πετώ, -άωπετάςπετά(ει)πετούμε, -άμεπετάτεπετούν, -άν
 προστ. πέτα  πετάτε 
 μτχ.πετώντας     
πρτ.οριστ.πετούσαπετούσεςπετούσεπετούσαμεπετούσατεπετούσαν
αόρ.οριστ.πέταξαπέταξεςπέταξεπετάξαμεπετάξατεπέταξαν
 υποτ.πετάξωπετάξειςπετάξειπετάξο(υ)μεπετάξετεπετάξουν
 προστ. πέταξε  πετάξτε 
 απαρέμφ.πετάξει     
πρκ.οριστ.έχω πετάξει ( ή έχω πεταγμένο, έχω πεταμένο )
 υποτ.να έχω πετάξει (ή να έχω πεταγμένο, να έχω πεταμένο)
 εξακολ. μέλλ.θα πετώ, θα πετάω
στιγμ. μέλλ. θα πετάξω
υπερσ. είχα πετάξει (ή είχα πεταγμένο, είχα πεταμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω πετάξει ( ή θα έχω πεταγμένο, θα έχω πεταμένο )
Ρ10.6β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.πετιέμαιπετιέσαιπετιέταιπετιόμαστεπετιέστεπετιούνται
πρτ.οριστ.πετιόμουνπετιόσουνπετιότανπετιόμαστανπετιόσαστανπετιόνταν
αόρ.οριστ.πετάχτηκαπετάχτηκεςπετάχτηκεπεταχτήκαμεπεταχτήκατεπετάχτηκαν
 υποτ.πεταχτώπεταχτείςπεταχτείπεταχτούμεπεταχτείτεπεταχτούν
 προστ. πετάξου  πεταχτείτε 
 απαρέμφ.πεταχτεί     
πρκ.οριστ.έχω πεταχτεί (ή είμαι πεταγμένος, είμαι πεταμένος)
 υποτ.να έχω πεταχτεί (ή να είμαι πεταγμένος, να είμαι πεταμένος)
  μτχ.πεταγμένος,πεταμένος
εξακολ. μέλλ. θα πετιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα πεταχτώ
υπερσ. είχα πεταχτεί (ή ήμουν πεταγμένος, ήμουν πεταμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω πεταχτεί (ή θα είμαι πεταγμένος, θα είμαι πεταμένος)

Πίνακας Ρ10.7


Ρ10.7α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.τραβώ, -άωτραβάςτραβά(ει)τραβούμε, -άμετραβάτετραβούν, -άν
 προστ. τράβα  τραβάτε 
 μτχ.τραβώντας     
πρτ.οριστ.τραβούσατραβούσεςτραβούσετραβούσαμετραβούσατετραβούσαν
αόρ.οριστ.τράβηξατράβηξεςτράβηξετραβήξαμετραβήξατετράβηξαν
 υποτ.τραβήξωτραβήξειςτραβήξειτραβήξο(υ)μετραβήξετετραβήξουν
 προστ. τράβηξε  τραβήξτε 
 απαρέμφ.τραβήξει     
πρκ.οριστ.έχω τραβήξει (ή έχω τραβηγμένο)
 υποτ.να έχω τραβήξει ( ή να έχω τραβηγμένο )
εξακολ. μέλλ. θα τραβώ, θα τραβάω
στιγμ. μέλλ. θα τραβήξω
υπερσ. είχα τραβήξει (ή είχα τραβηγμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω τραβήξει ( ή θα έχω τραβηγμένο )
Ρ10.7β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.τραβιέμαιτραβιέσαιτραβιέταιτραβιόμαστετραβιέστετραβιούνται
πρτ.οριστ.τραβιόμουντραβιόσουντραβιόταντραβιόμασταντραβιόσασταντραβιόνταν
αόρ.οριστ.τραβήχτηκατραβήχτηκεςτραβήχτηκετραβηχτήκαμετραβηχτήκατετραβήχτηκαν
 υποτ.τραβηχτώτραβηχτείςτραβηχτείτραβηχτούμετραβηχτείτετραβηχτούν
 προστ. τραβήξου  τραβηχτείτε 
 απαρέμφ.τραβηχτεί     
πρκ.οριστ.έχω τραβηχτεί (ή είμαι τραβηγμένος)
 υποτ.να έχω τραβηχτεί ( ή να είμαι τραβηγμένος)
 μτχ.τραβηγμένος
εξακολ. μέλλ. θα τραβιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα τραβηχτώ
υπερσ. είχα τραβηχτεί (ή ήμουν τραβηγμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω τραβηχτεί ( ή θα είμαι τραβηγμένος)

Πίνακας Ρ10.8


Ρ10.8α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.ανακλώανακλάςανακλάανακλούμεανακλάτεανακλούν
 προστ.    ανακλάτε 
 μτχ.ανακλώντας     
πρτ.οριστ.ανακλούσαανακλούσεςανακλούσεανακλούσαμεανακλούσατεανακλούσαν
αόρ.οριστ.ανάκλασαανάκλασεςανάκλασεανακλάσαμεανακλάσατεανάκλασαν
 υποτ.ανακλάσωανακλάσειςανακλάσειανακλάσο(υ)μεανακλάσετεανακλάσουν
 προστ. ανάκλασε  ανακλάστε 
 απαρέμφ.ανακλάσει     
πρκ.οριστ.έχω ανακλάσει (ή έχω ανακλασμένο)
 υποτ.να έχω ανακλάσει (ή να έχω ανακλασμένο)
εξακολ. μέλλ. θα ανακλώ
στιγμ. μέλλ. θα ανακλάσω
υπερσ. είχα ανακλάσει (ή είχα ανακλασμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω ανακλάσει (ή θα έχω ανακλασμένο)
Ρ10.8β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.ανακλώμαιανακλάσαιανακλάταιανακλόμαστεανακλάστεανακλώνται
πρτ.οριστ.ανακλόμουνανακλόσουνανακλότανανακλόμαστανανακλόσαστανανακλόνταν
    (ανακλάτο)  (ανακλώντο)
αόρ.οριστ.ανακλάστηκαανακλάστηκεςανακλάστηκεανακλαστήκαμεανακλαστήκατεανακλάστηκαν
 υποτ.ανακλαστώανακλαστείςανακλαστείανακλαστούμεανακλαστείτεανακλαστούν
 προστ. ανακλάσου  ανακλαστείτε 
 απαρέμφ.ανακλαστεί     
πρκ.οριστ.έχω ανακλαστεί (ή είμαι ανακλασμένος)
 υποτ.να έχω ανακλαστεί ( ή να είμαι ανακλασμένος)
 μτχ.ανακλασμένος
εξακολ. μέλλ. θα ανακλώμαι
στιγμ. μέλλ. θα ανακλαστώ
υπερσ. είχα ανακλαστεί (ή ήμουν ανακλασμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω ανακλαστεί (ή θα είμαι ανακλασμένος)

Πίνακας Ρ10.9


Ρ10.9α Eνεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.στερώστερείςστερείστερούμεστερείτεστερούν
 προστ. (στέρει)  (στερείτε) 
 μτχ.στερώντας     
πρτ.οριστ.στερούσαστερούσεςστερούσεστερούσαμεστερούσατεστερούσαν
αόρ.οριστ.στέρησαστέρησεςστέρησεστερήσαμεστερήσατεστέρησαν
 υποτ.στερήσωστερήσειςστερήσειστερήσο(υ)μεστερήσετεστερήσουν
 προστ. στέρησε  στερήστε 
 απαρέμφ.στερήσει     
πρκ.οριστ.έχω στερήσει (ή έχω στερημένο)
 υποτ.να έχω στερήσει (ή να έχω στερημένο)
εξακολ. μέλλ. θα στερώ
στιγμ. μέλλ. θα στερήσω
υπερσ. είχα στερήσει (ή είχα στερημένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω στερήσει (ή θα έχω στερημένο)
Ρ10.9β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.στερούμαιστερείσαιστερείταιστερούμαστεστερείστεστερούνται
πρτ.οριστ.στερούμουνστερούσουνστερούντανστερούμαστανστερούσαστανστερούνταν
αόρ.οριστ.στερήθηκαστερήθηκεςστερήθηκεστερηθήκαμεστερηθήκατεστερήθηκαν
 υποτ.στερηθώστερηθείςστερηθείστερηθούμεστερηθείτεστερηθούν
 προστ. στερήσου  στερηθείτε 
 απαρέμφ.στερηθεί     
πρκ.οριστ.έχω στερηθεί (ή είμαι στερημένος)
 υποτ.να έχω στερηθεί (ή να είμαι στερημένος)
 μτχ.στερημένος
εξακολ. μέλλ. θα στερούμαι
στιγμ. μέλλ. θα στερηθώ
υπερσ. είχα στερηθεί(ή ήμουν στερημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω στερηθεί (ή θα είμαι στερημένος)

Πίνακας Ρ10.10


Ρ10.10α Eνεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.αποτελώαποτελείςαποτελείαποτελούμεαποτελείτεαποτελούν
 προστ. (αποτέλει)  (αποτελείτε) 
 μτχ.αποτελώντας     
πρτ.οριστ.αποτελούσααποτελούσεςαποτελούσεαποτελούσαμεαποτελούσατεαποτελούσάν
αόρ.οριστ.αποτέλεσααποτέλεσεςαποτέλεσεαποτελέσαμεαποτελέσατεαποτέλεσαν
 υποτ.αποτελέσωαποτελέσειςαποτελέσειαποτελέσο(υ)μεαποτελέσετεαποτελέσουν
 προστ. αποτέλεσε  αποτελέστε 
 απαρέμφ.αποτελέσει     
πρκ.οριστ.έχω αποτελέσει (ή έχω αποτελεσμένο)
 υποτ.να έχω αποτελέσει (ή να έχω αποτελεσμένο)
εξακολ. μέλλ. θα αποτελώ
στιγμ. μέλλ. θα αποτελέσω
υπερσ. είχα αποτελέσει (ή είχα αποτελεσμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω αποτελέσει (ή θα έχω αποτελεσμένο)
Ρ10.10β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.αποτελούμαιαποτελείσαιαποτελείταιαποτελούμαστεαποτελείστεαποτελούνται
πρτ.οριστ.αποτελούμουν αποτελούσουναποτελούνταναποτελούμασταναποτελούσασταναποτελούνταν 
αόρ.οριστ.αποτελέστηκα αποτελέστηκεςαποτελέστηκεαποτελεστήκαμεαποτελεστήκατεαποτελέστηκαν 
 υποτ.αποτελεστώαποτελεστείςαποτελεστείαποτελεστούμεαποτελεστείτεαποτελεστούν
 προστ. αποτελέσου  αποτελεστείτε 
 απαρέμφ.αποτελεστεί     
πρκ.οριστ.έχω αποτελεστεί (ή είμαι αποτελεσμένος)
 υποτ.να έχω αποτελεστεί ( ή να είμαι αποτελεσμένος)
 μτχ.αποτελεσμένος
εξακολ. μέλλ. θα αποτελούμαι
στιγμ. μέλλ. θα αποτελεστώ
υπερσ. είχα αποτελεστεί (ή ήμουν αποτελεσμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω αποτελεστεί ( ή θα είμαι αποτελεσμένος)

Πίνακας Ρ10.11


Ρ10.11α Eνεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./ υποτ.μιλώ,-άωμιλάςμιλά(ει)μιλούμε, -άμεμιλάτεμιλούν, -άν
   μιλείςμιλεί μιλείτε 
 προστ.μίλα   μιλάτε, μιλείτε 
 μτχ.μιλώντας     
πρτ.οριστ.μιλούσαμιλούσεςμιλούσεμιλούσαμεμιλούσατεμιλούσαν
αόρ.οριστ.μίλησαμίλησεςμίλησεμιλήσαμεμιλήσατεμίλησαν
 υποτ.μιλήσωμιλήσειςμιλήσειμιλήσο(υ)μεμιλήσετεμιλήσουν
 προστ. μίλησε  μιλήστε 
 απαρέμφ.μιλήσει     
πρκ.οριστ.έχω μιλήσει (ή έχω μιλημένο)
 υποτ.να έχω μιλήσει (ή να έχω μιλημένο)
εξακολ. μέλλ. θα μιλώ, θα μιλάω
στιγμ. μέλλ. θα μιλήσω
υπερσ. είχα μιλήσει (ή είχα μιλημένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω μιλήσει (ή θα έχω μιλημένο)
Ρ10.11β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./ υποτ.μιλιέμαιμιλιέσαιμιλιέταιμιλιόμαστεμιλιέστεμιλιούνται
πρτ.οριστ.μιλιόμουνμιλιόσουνμιλιότανμιλιόμαστανμιλιόσαστανμιλιόνταν
αόρ.οριστ.μιλήθηκαμιλήθηκεςμιλήθηκεμιληθήκαμεμιληθήκατεμιλήθηκαν
 υποτ.μιληθώμιληθείςμιληθείμιληθούμεμιληθείτεμιληθούν
 προστ. μιλήσου  μιληθείτε 
 απαρέμφ.μιληθεί     
πρκ.οριστ.έχω μιληθεί (ή είμαι μιλημένος)
 υποτ.να έχω μιληθεί (ή να είμαι μιλημένος)
 μτχ.μιλημένος
εξακολ. μέλλ. θα μιλιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα μιληθώ
υπερσ. είχα μιληθεί (ή ήμουν μιλημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω μιληθεί (ή θα είμαι μιλημένος)

Πίνακας Ρ11


Ρ11 Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.εγγυώμαιεγγυάσαιεγγυάταιεγγυόμαστεεγγυάστεεγγυώνται
πρτ.οριστ.εγγυόμουνεγγυόσουνεγγυότανεγγυόμαστανεγγυόσαστανεγγυόνταν
αόρ.οριστ.εγγυήθηκαεγγυήθηκεςεγγυήθηκεεγγυηθήκαμεεγγυηθήκατεεγγυήθηκαν
 υποτ.εγγυηθώεγγυηθείςεγγυηθείεγγυηθούμεεγγυηθείτεεγγυηθούν
 προστ. εγγυήσου  εγγυηθείτε 
 απαρέμφ.εγγυηθεί     
πρκ.οριστ.έχω εγγυηθεί (ή είμαι εγγυημένος)
 υποτ.να έχω εγγυηθεί (ή να είμαι εγγυημένος)
 μτχ.εγγυημένος
εξακολ. μέλλ. θα εγγυώμαι
στιγμ. μέλλ. θα εγγυηθώ
υπερσ. είχα εγγυηθεί (ή ήμουν εγγυημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω εγγυηθεί (ή θα είμαι εγγυημένος)

Πίνακας Ρ12


Ρ12 Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.θυμάμαιθυμάσαιθυμάταιθυμόμαστεθυμάστεθυμούνται
  θυμούμαι  θυμούμαστέ  
πρτ.οριστ.θυμόμουνθυμόσουνθυμότανθυμόμαστανθυμόσαστανθυμόνταν
αόρ.οριστ.θυμήθηκαθυμήθηκεςθυμήθηκεθυμηθήκαμεθυμηθήκατεθυμήθηκαν
 υποτ.θυμηθώθυμηθείςθυμηθείθυμηθούμεθυμηθείτεθυμηθούν
 προστ. θυμήσου  θυμηθείτε 
 απαρέμφ.θυμηθεί     
πρκ.οριστ.έχω θυμηθεί (ή είμαι θυμημένος)
 υποτ.να έχω θυμηθεί (ή να είμαι θυμημένος)
 μτχ.θυμημένος
εξακολ. μέλλ. θα θυμάμαι, θα θυμούμαι
στιγμ. μέλλ. θα θυμηθώ
υπερσ. είχα θυμηθεί (ή ήμουν θυμημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω θυμηθεί (ή θα είμαι θυμημένος)

NAMES-NOUNS - Το Ονοματικό Σύστημα
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/onomatiko/general.html

Άρθρο


 ΕΝΙΚΟΣΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
 ΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητικήΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητική
Αρσ.οτουτο(ν) οιτωντους 
Θηλ.ητηςτη(ν) οιτωντις 
Ουδ.τοτουτο τατωντα 

Ουσιαστικά


 ΕΝΙΚΟΣΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
 ΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητικήΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητική
Ο1ψωμάςψωμάψωμάψωμάψωμάδεςψωμάδωνψωμάδεςψωμάδες
Ο2κανόναςκανόνακανόνακανόνακανόνεςκανόνωνκανόνεςκανόνες
Ο3ταμίαςταμίαταμίαταμίαταμίεςταμιώνταμίεςταμίες
Ο3αμήναςμηνόςμήναμήναμήνεςμηνώνμήνεςμήνες
  μήνα      
Ο4κάλφαςκάλφακάλφακάλφακαλφάδεςκαλφάδωνκαλφάδεςκαλφάδες
Ο5φύλακαςφύλακαφύλακαφύλακαφύλακεςφυλάκωνφύλακεςφύλακες
Ο5αγίγαςγίγαγίγαγίγαγίγαντεςγιγάντωνγίγαντεςγίγαντες
 γίγανταςγίγανταγίγανταγίγανταγίγαντεςγιγάντωνγίγαντεςγίγαντες
Ο6τσέλιγκαςτσέλιγκατσέλιγκατσέλιγκατσελιγκάδεςτσελιγκάδωντσελιγκάδεςτσελιγκάδες
Ο7νικητήςνικητήνικητήνικητήνικητέςνικητώννικητέςνικητές
Ο8γανωματήςγανωματήγανωματήγανωματήγανωματήδεςγανωματήδωνγανωματήδεςγανωματήδες
Ο9βουτηχτήςβουτηχτήβουτηχτήβουτηχτήβουτηχτέςβουτηχτώνβουτηχτέςβουτηχτές
     βουτηχτάδεςβουτηχτάδωνβουτηχτάδεςβουτηχτάδες
Ο10ναύτηςναύτηναύτηναύτηναύτεςναυτώνναύτεςναύτες
Ο11μανάβηςμανάβημανάβημανάβημανάβηδεςμανάβηδωνμανάβηδεςμανάβηδες
Ο12φούρναρηςφούρναρηφούρναρηφούρναρηφουρνάρηδεςφουρνάρηδωνφουρνάρηδεςφουρνάρηδες
Ο13καφέςκαφέκαφέκαφέκαφέδεςκαφέδωνκαφέδεςκαφέδες
Ο14κόντεςκόντεκόντεκόντεκόντηδεςκόντηδωνκόντηδεςκόντηδες
Ο15παππούςπαππούπαππούπαππούπαππούδεςπαππούδωνπαππούδεςπαππούδες
Ο15ανουςνουνουνου    
Ο16περίπλουςπερίπλουπερίπλουπερίπλουπερίπλοιπερίπλωνπερίπλουςπερίπλοι
Ο17ουρανόςουρανούουρανόουρανέουρανοίουρανώνουρανούςουρανοί
Ο18δρόμοςδρόμουδρόμοδρόμεδρόμοιδρόμωνδρόμουςδρόμοι
Ο18αγέροςγέρουγέρογέρογέροιγέρωνγέρουςγέροι
Ο19άγγελοςαγγέλουάγγελοάγγελεάγγελοιαγγέλωναγγέλουςάγγελοι
Ο20αντίλαλοςαντίλαλουαντίλαλοαντίλαλεαντίλαλοιαντίλαλωναντίλαλουςαντίλαλοι
Ο20αυπόκοσμοςυποκόσμουυπόκοσμουπόκοσμευπόκοσμοιυποκόσμωνυποκόσμουςυπόκοσμοι
  υπόκοσμου   υπόκοσμωνυπόκοσμους 
Ο21δεκανέαςδεκανέαδεκανέαδεκανέαδεκανείςδεκανέωνδεκανείςδεκανείς
Ο22συγγενήςσυγγενήσυγγενήσυγγενήσυγγενείςσυγγενώνσυγγενείςσυγγενείς
Ο23μαμάμαμάςμαμάμαμάμαμάδεςμαμάδωνμαμάδεςμαμάδες
Ο24καρδιάκαρδιάςκαρδιάκαρδιάκαρδιέςκαρδιώνκαρδιέςκαρδιές
Ο25ώραώραςώραώραώρεςωρώνώρεςώρες
Ο25απείναπείναςπείναπείναπείνες πείνεςπείνες
Ο26μητέραμητέραςμητέραμητέραμητέρεςμητέρωνμητέρεςμητέρες
Ο27θάλασσαθάλασσαςθάλασσαθάλασσαθάλασσεςθαλασσώνθάλασσεςθάλασσες
Ο27απέστροφαπέστροφαςπέστροφαπέστροφαπέστροφες πέστροφεςπέστροφες
Ο28σάλπιγγασάλπιγγαςσάλπιγγασάλπιγγασάλπιγγεςσαλπίγγωνσάλπιγγεςσάλπιγγες
Ο29ψυχήψυχήςψυχήψυχήψυχέςψυχώνψυχέςψυχές
Ο29αυπακοήυπακοήςυπακοήυπακοήυπακοές υπακοέςυπακοές
Ο30νίκηνίκηςνίκηνίκηνίκεςνικώννίκεςνίκες
Ο30αβιασύνηβιασύνηςβιασύνηβιασύνηβιασύνες βιασύνεςβιασύνες
Ο31σκέψησκέψηςσκέψησκέψησκέψειςσκέψεωνσκέψειςσκέψεις
  σκέψεως      
Ο32ζάχαρηζάχαρηςζάχαρηζάχαρηζάχαρες ζάχαρεςζάχαρες
Ο32ακούρασηκούρασηςκούρασηκούραση    
Ο33δύναμηδύναμηςδύναμηδύναμηδυνάμειςδυνάμεωνδυνάμειςδυνάμεις
  δυνάμεως      
Ο34οδόςοδούοδό(οδό)οδοίοδώνοδούς(οδοί)
Ο35διχοτόμοςδιχοτόμουδιχοτόμο(διχοτόμο)διχοτόμοιδιχοτόμωνδιχοτόμους(διχοτόμοι)
Ο36εγκύκλιοςεγκυκλίουεγκύκλιο(εγκύκλιο)εγκύκλιοιεγκυκλίωνεγκυκλίους(εγκύκλιοι)
     εγκύκλιες εγκύκλιες 
Ο37αλεπούαλεπούςαλεπούαλεπούαλεπούδεςαλεπούδωναλεπούδεςαλεπούδες
Ο37αβάβωβάβωςβάβωβάβω(βάβες)(βάβων)(βάβες)(βάβες)
Ο37βηχώηχούςηχώηχώ    
  ηχώς      
Ο38βουνόβουνούβουνόβουνόβουνάβουνώνβουνάβουνά
Ο39πεύκοπεύκουπεύκοπεύκοπεύκαπεύκωνπεύκαπεύκα
Ο40πρόσωποπροσώπουπρόσωποπρόσωποπρόσωπαπροσώπωνπρόσωπαπρόσωπα
Ο41σίδεροσίδερουσίδεροσίδεροσίδερασίδερωνσίδερασίδερα
Ο42βούτυροβούτυρουβούτυροβούτυροβούτυραβούτυρωνβούτυραβούτυρα
  βουτύρου   βουτύρων  
Ο43παιδίπαιδιούπαιδίπαιδίπαιδιάπαιδιώνπαιδιάπαιδιά
Ο44τραγούδιτραγουδιούτραγούδιτραγούδιτραγούδιατραγουδιώντραγούδιατραγούδια
Ο44ααρνάκι αρνάκιαρνάκιαρνάκια αρνάκιααρνάκια
Ο45τσάιτσαγιούτσάιτσάιτσάγιατσαγιώντσάγιατσάγια
Ο46μέροςμέρουςμέροςμέροςμέρημερώνμέρημέρη
Ο46αμίσοςμίσουςμίσοςμίσοςμίση μίσημίση
Ο46βχάοςχάουςχάοςχάος    
Ο47έδαφοςεδάφουςέδαφοςέδαφοςεδάφηεδαφώνεδάφηεδάφη
Ο48κύμακύματοςκύμακύμακύματακυμάτωνκύματακύματα
Ο49όνομαονόματοςόνομαόνομαονόματαονομάτωνονόματαονόματα
Ο50γράψιμογραψίματοςγράψιμογράψιμογραψίματαγραψιμάτωνγραψίματαγραψίματα
Ο51κρέαςκρέατοςκρέαςκρέαςκρέατακρεάτωνκρέατακρέατα
Ο51φωςφωτόςφωςφωςφώταφώτωνφώταφώτα
Ο52ονόντοςονονόνταόντωνόνταόντα
Ο53μέλλονμέλλοντοςμέλλονμέλλονμέλλονταμελλόντωνμέλλονταμέλλοντα

Επίθετα (και Μετοχές)


 ΕΝΙΚΟΣΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
 ΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητικήΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητική
Ε1καλόςκαλούκαλόκαλέκαλοίκαλώνκαλούςκαλοί
 καλήκαλήςκαλήκαλήκαλέςκαλώνκαλέςκαλές
 καλόκαλούκαλόκαλόκαλάκαλώνκαλάκαλά
Ε2γλυκόςγλυκούγλυκόγλυκέγλυκοίγλυκώνγλυκούςγλυκοί
 γλυκιάγλυκιάςγλυκιάγλυκιάγλυκέςγλυκώνγλυκέςγλυκές
 γλυκόγλυκούγλυκόγλυκόγλυκάγλυκώνγλυκάγλυκά
Ε3άσπροςάσπρουάσπροάσπρεάσπροιάσπρωνάσπρουςάσπροι
 άσπρηάσπρηςάσπρηάσπρηάσπρεςάσπρωνάσπρεςάσπρες
 άσπροάσπρουάσπροάσπροάσπραάσπρωνάσπραάσπρα
Ε4ωραίοςωραίουωραίοωραίεωραίοιωραίωνωραίουςωραίοι
 ωραίαωραίαςωραίαωραίαωραίεςωραίωνωραίεςωραίες
 ωραίοωραίουωραίοωραίοωραίαωραίωνωραίαωραία
Ε5όμορφοςόμορφουόμορφοόμορφεόμορφοιόμορφωνόμορφουςόμορφοι
 όμορφηόμορφηςόμορφηόμορφηόμορφεςόμορφωνόμορφεςόμορφες
 όμορφοόμορφουόμορφοόμορφοόμορφαόμορφωνόμορφαόμορφα
Ε6πλούσιοςπλούσιουπλούσιοπλούσιεπλούσιoιπλούσιωνπλούσιουςπλούσιοι
 πλούσιαπλούσιαςπλούσιαπλούσιαπλούσιεςπλούσιωνπλούσιεςπλούσιες
 πλούσιοπλούσιουπλούσιοπλούσιοπλούσιαπλούσιωνπλούσιαπλούσια
Ε7τραχύςτραχιούτραχύτραχύτραχιοίτραχιώντραχιούςτραχιοί
  τραχύ  τραχείς τραχείςτραχείς
 τραχιάτραχιάςτραχιάτραχιάτραχιέςτραχιώντραχιέςτραχιές
 τραχύτραχιούτραχύτραχύτραχιάτραχιώντραχιάτραχιά
  τραχύ      
Ε7αευθύςευθύευθύευθύευθείςευθέωνευθείςευθείς
  ευθέος      
 ευθείαευθείαςευθείαευθείαευθείες(ευθειών)ευθείεςευθείες
 ευθύευθέοςευθύευθύευθέαευθέωνευθέαευθέα
  ευθύ      
Ε8σταχτήςσταχτιούσταχτήσταχτήσταχτιοίσταχτιώνσταχτιούςσταχτιοί
  σταχτή      
 σταχτιάσταχτιάςσταχτιάσταχτιάσταχτιέςσταχτιώνσταχτιέςσταχτιές
 σταχτίσταχτιούσταχτίσταχτίσταχτιάσταχτιώνσταχτιάσταχτιά
  σταχτή      
Ε9ζηλιάρηςζηλιάρηζηλιάρηζηλιάρηζηλιάρηδεςζηλιάρηδωνζηλιάρηδεςζηλιάρηδες
 ζηλιάραζηλιάραςζηλιάραζηλιάραζηλιάρεςζηλιάρεςζηλιάρες 
 ζηλιάρικοζηλιάρικουζηλιάρικοζηλιάρικοζηλιάρικαζηλιάρικωνζηλιάρικαζηλιάρικα
Ε9αγλωσσάςγλωσσάγλωσσάγλωσσάγλωσσάδεςγλωσσάδωνγλωσσάδεςγλωσσάδες
 γλωσσούγλωσσούςγλωσσούγλωσσούγλωσσούδεςγλωσσούδωνγλωσσούδεςγλωσσούδες
 γλωσσάδικογλωσσάδικουγλωσσάδικογλωσσάδικογλωσσάδικαγλωσσάδικωνγλωσσάδικαγλωσσάδικα
 γλωσσούδικογλωσσούδικουγλωσσούδικογλωσσούδικογλωσσούδικαγλωσσούδικωνγλωσσούδικαγλωσσούδικα
E10συνεχήςσυνεχούςσυνεχήσυνεχή(ς)συνεχείςσυνεχώνσυνεχείςσυνεχείς
 συνεχήςσυνεχούςσυνεχήσυνεχήςσυνεχείςσυνεχώνσυνεχείςσυνεχείς
 συνεχέςσυνεχούςσυνεχέςσυνεχέςσυνεχήσυνεχώνσυνεχήσυνεχή
E11ελώδηςελώδουςελώδηελώδη(ς)ελώδειςελωδώνελώδειςελώδεις
 ελώδηςελώδουςελώδηελώδηςελώδειςελωδώνελώδειςελώδεις
 ελώδεςελώδουςελώδεςελώδεςελώδηελωδώνελώδηελώδη
E11ακακοήθηςκακοήθουςκακοήθηκακοήθηκακοήθειςκακοήθωνκακοήθειςκακοήθεις
 κακοήθηςκακοήθουςκακοήθηκακοήθηκακοήθειςκακοήθωνκακοήθειςκακοήθεις
 κακόηθεςκακοήθουςκακόηθεςκακόηθεςκακοήθηκακοήθωνκακοήθηκακοήθη
E12τρέχωντρέχοντοςτρέχοντατρέχωντρέχοντεςτρεχόντωντρέχοντεςτρέχοντες
 τρέχουσατρεχούσηςτρέχουσατρέχουσατρέχουσεςτρεχουσώντρέχουσεςτρέχουσες
  τρέχουσας      
 τρέχοντρέχοντοςτρέχοντρέχοντρέχοντατρεχόντωντρέχοντατρέχοντα
E12αανιώνανιόντοςανιόνταανιώνανιόντεςανιόντωνανιόντεςανιόντες
 ανιούσαανιούσηςανιούσαανιούσαανιούσεςανιουσώνανιούσεςανιούσες
  ανιούσας      
 ανιόνανιόντοςανιόνανιόνανιόνταανιόντωνανιόνταανιόντα
E12βσυμπαθώνσυμπαθούντοςσυμπαθούντασυμπαθώνσυμπαθούντεςσυμπαθούντωνσυμπαθούντεςσυμπαθούντες
 συμπαθούσασυμπαθούσηςσυμπαθούσασυμπαθούσασυμπαθούσεςσυμπαθουσώνσυμπαθούσεςσυμπαθούσες
  συμπαθούσας      
 συμπαθούνσυμπαθούντοςσυμπαθούνσυμπαθούνσυμπαθούντασυμπαθούντωνσυμπαθούντασυμπαθούντα
E12γδιασωθείςδιασωθέντοςδιασωθένταδιασωθείςδιασωθέντεςδιασωθέντωνδιασωθέντεςδιασωθέντες
 διασωθείσαδιασωθείσηςδιασωθείσαδιασωθείσαδιασωθείσεςδιασωθεισώνδιασωθείσεςδιασωθείσες
  διασωθείσας      
 διασωθένδιασωθέντοςδιασωθένδιασωθένδιασωθένταδιασωθέντωνδιασωθένταδιασωθέντα
E12δλήξαςλήξαντοςλήξανταλήξαςλήξαντεςληξάντωνλήξαντεςλήξαντες
 λήξασαληξάσηςλήξασαλήξασαλήξασεςληξασώνλήξασεςλήξασες
  λήξασας      
 λήξανλήξαντοςλήξανλήξανλήξανταληξάντωνλήξανταλήξαντα
E12εβραδύνουςβραδύνουβραδύνου βραδύνοεςβραδυνόωνβραδύνοες 
 βραδύνουςβραδύνουβραδύνου βραδύνοεςβραδυνόωνβραδύνοες 
 βραδύνουνβραδύνουβραδύνουν βραδύνοαβραδυνόωνβραδύνοα 
E12στδρωνδρώντοςδρώνταδρωνδρώντεςδρώντωνδρώντεςδρώντες
 δρώσαδρώσηςδρώσαδρώσαδρώσεςδρωσώνδρώσεςδρώσες
  δρωσας      
 δρωνδρώντοςδρωνδρωνδρώνταδρώντωνδρώνταδρώντα
E13φθοροποιόςφθοροποιούφθοροποιόφθοροποιέφθοροποιοίφθοροποιώνφθοροποιούςφθοροποιοί
 φθοροποιόςφθοροποιούφθοροποιόφθοροποιέφθοροποιοίφθοροποιώνφθοροποιούςφθοροποιοί
 φθοροποιάφθοροποιάςφθοροποιάφθοροποιάφθοροποιέςφθοροποιώνφθοροποιέςφθοροποιές
 φθοροποιόφθοροποιούφθοροποιόφθοροποιόφθοροποιάφθοροποιώνφθοροποιάφθοροποιά
E14ζημιογόνοςζημιογόνουζημιογόνοζημιογόνεζημιογόνοιζημιογόνωνζημιογόνουςζημιογόνοι
 ζημιογόνοςζημιογόνουζημιογόνοζημιογόνεζημιογόνοιζημιογόνωνζημιογόνουςζημιογόνοι
 ζημιογόναζημιογόναςζημιογόναζημιογόναζημιογόνεςζημιογόνωνζημιογόνεςζημιογόνες
 ζημιογόνοζημιογόνουζημιογόνοζημιογόνοζημιογόναζημιογόνωνζημιογόναζημιογόνα
E15ευκλείδειοςευκλειδείουευκλείδειοευκλείδειεευκλείδειοιευκλειδείωνευκλειδείουςευκλείδειοι
  ευκλείδειου   ευκλείδειωνευκλείδειους 
 ευκλείδειοςευκλειδείουευκλείδειοευκλείδειεευκλείδειοιευκλειδείωνευκλειδείουςευκλείδειοι
 ευκλείδειαευκλείδειαςευκλείδειαευκλείδειαευκλείδειεςευκλειδείωνευκλείδειεςευκλείδειες
 ευκλείδειοευκλειδείουευκλείδειοευκλείδειοευκλείδειαευκλειδείωνευκλείδειαευκλείδεια
  ευκλείδειου   ευκλείδειων  
Ε16ανενεργόςανενεργούανενεργόανενεργέανενεργοίανενεργώνανενεργούςανενεργοί
 ανενεργόςανενεργούανενεργόανενεργέανενεργοίανενεργώνανενεργούςανενεργοί
 ανενεργήανενεργήςανενεργήανενεργήανενεργέςανενεργώνανενεργέςανενεργές
 ανενεργόανενεργούανενεργόανενεργόανενεργάανενεργώνανενεργάανενεργά
Ε17διάδικοςδιαδίκουδιάδικοδιάδικεδιάδικοιδιαδίκωνδιαδίκουςδιάδικοι
  διάδικου   διάδικωνδιάδικους
 διάδικοςδιαδίκουδιάδικοδιάδικεδιάδικοιδιαδίκωνδιαδίκουςδιάδικοι
 διάδικηδιάδικηςδιάδικηδιάδικηδιάδικεςδιαδίκωνδιάδικεςδιάδικες
 διάδικοδιαδίκουδιάδικοδιάδικοδιάδικαδιαδίκωνδιάδικαδιάδικα
  διάδικου   διάδικων  
πολύςπολύςπολύπολύ πολλοίπολλώνπολλούς(πολλοί)
  (πολλού)      
 πολλήπολλήςπολλή πολλέςπολλώνπολλές(πολλές)
 πολύπολύπολύ πολλάπολλώνπολλά(πολλά)
  (πολλού)      

Αριθμητικά


 ΕΝΙΚΟΣΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
 ΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητικήΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητική
αρσ.masc:έναςενόςένα(ν)     
θηλ.fem:μίαμίαςμία     
θηλ.fem:μιαμιαςμια     
ουδ.neu:έναενόςένα     
         
αρσ.masc:    τρειςτριώντρεις 
θηλ.fem:    τρειςτριώντρεις 
ουδ.neu:    τρίατριώντρία 
αρσ.masc:    τέσσεριςτεσσάρωντέσσερις 
θηλ.fem:    τέσσεριςτεσσάρωντέσσερις 
ουδ.neu:    τέσσερατεσσάρωντέσσερα 
sarri.note: 2 (δύο) and numerals 5-100 (πέντε up to εκατό) are non-inflected (all genera, all numbers). But COMPOUND numerals with -μία/-τρεις/-τεσσερις (e.g. εικοσιμία, δεκατρείς, πενηντατέσσερις) follow the above inflection. 0 (μηδέν): see noun, neu. gre.mod & gre.anc.adj. μηδείς.

Αντωνυμίες


ΕΝΙΚΟΣΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητικήΟνομαστικήΓενικήΑιτιατικήΚλητική
εγώεμέναεμένα εμείςεμάςεμάς 
 μουμε  μαςμας 
 
εσύεσέναεσένα εσείςεσάςεσάς 
 σουσε  σαςσας 
 
αυτόςαυτούαυτόν αυτοίαυτώναυτούς 
τοςτουτον τοιτουςτους 
αυτήαυτήςαυτή(ν) αυτέςαυτώναυτές 
τητηςτη(ν) τεςτουςτις, τες 
αυτόαυτούαυτό αυτάαυτώναυτά 
τοτουτο τατουςτα 

katerina sarri, last edit: 2017.12.09.